ανικανοποίητο

ανικανοποίητο
неудоволено

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καψούρα — η έντονο ερωτικό συναίσθημα που παραμένει ανικανοποίητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) με τη σημ. «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. ούρα (πρβλ. καμπ ούρα, μουρμ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μποβαρί, Μαντάμ — (Madame Bovary). Η ηρωίδα στο μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ, Μαντάμ Μποβαρί (1857). Αντλεί την εξαιρετική εκφραστική δύναμη και από μια ευρύτατη κλίμακα ανθρώπινων καταστάσεων προς τις οποίες ανταποκρίνεται· ο ίδιος ο Φλομπέρ είχε δηλώσει: «Εγώ …   Dictionary of Greek

  • Ο’ Νιλ, Ευγένιος — (Eugene Gladstone O’Neill, Νέα Υόρκη 1888 – Βοστόνη 1953). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1936. Πατέρας του ήταν ο γνωστός, ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός ηθοποιός Τζαίημς O’ Νιλ (περίφημος ιδίως για τις αναρίθμητες… …   Dictionary of Greek

  • Ράισμαν, Ντέιβιντ — (Reisman, Φιλαδέλφεια 1909 – ;). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Εκπρόσωπος του ρεύματος εκείνου που, ανικανοποίητο από τις καθαρά εμπειρικές και τμηματικές έρευνες της κοινωνιολογίας, προωθεί τη μεθοδολογική και κριτική εργασία για την αποκατάσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”